- χαμαιλέων
- Περιπατητικός φιλόσοφος από την Ηράκλεια του Πόντου, που έζησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και ασχολήθηκε κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε πολλά έργα για τους αρχαίους ποιητές, για τις αρχές της τραγωδίας και της κωμωδίας, και λόγο προτρεπτικό για τη μελέτη της φιλοσοφίας.
* * *-οντος, ο, ΝΜΑ, και χαμαιλέοντας Ν, και χαμαίλεος Α1. κοινή σήμερα ονομασία τών δενδρόβιων, εντομοφάγων κυρίως, αργοκίνητων σαυρών τού Παλαιού Κόσμου που συγκροτούν την οικογένεια χαμαιλεοντίδες και έχουν τη χαρακτηριστική ικανότητα να εναρμονίζουν ταχύτατα τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό τού περιβάλλοντός τους, με 90 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντά το μοναδικό ευρωπαϊκό είδος Chamaeleo chamaeleon, ο κοινός χαμαιλέων, γνωστός και ως χαμολιός ή δρεπανούρα2. μτφ. άνθρωπος που αλλάζει απόψεις, ιδέες και φρονήματα ανάλογα με τις καταστάσεις και τα συμφέροντά του3. βοτ. (λόγ. τ.) ονομασία διαφόρων φυτώννεοελλ.αστρον. μικρός αστερισμός τού Νότιου Ημισφαιρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαι-* + λέων. Η λ., με κυριολεκτική σημ. «μικρό λιοντάρι», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος ερπετού που αλλάζει χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον όπου βρίσκεται ώστε να μη φαίνεται (από όπου προήλθε και η μτφ. νεοελλ. χρήση του), καθώς και διάφορα είδη φυτών που τα φύλλα τους αλλάζουν χρώμα. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chamaeleon, γαλλ. cameleon].
Dictionary of Greek. 2013.